- ναυαγίζω
- προκαλώ ναυάγιο.[ΕΤΥΜΟΛ. < ναυάγιο. Η λ. μαρτυρείται από το 1761 στον Ιώσηπο Μοισιόδακα].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ναυάγισμα — το συντριβή πλοίου, καραβοτσάκισμα, ναυάγιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ναυαγίζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1881 στη μετατύπωση τής Φυλλάδας τού Σεβάχ Θαλασσινού] … Dictionary of Greek